- κλείνω
- κλείνω και κλείω και κλειώ, έκλεισα, κλείστηκα, κλεισμένος1. φράζω, κάνω κάτι να μην είναι πια ανοιχτό: Κλείνω την πόρτα.2. αποκλείω, φράζω τη διάβαση, διακόπτω την επικοινωνία: Τα χιόνια έχουν κλείσει τα ορεινά χωριά.3. συμπληρώνω: Σήμερα η κόρη μας κλείνει τα δέκα της χρόνια.4. συσφίγγω: Κλείνω την παλάμη.5. διακόπτω τη λειτουργία καταστήματος, ιδρύματος κ.ά.: Η αστυνομία έκλεισε τις χαρτοπαιχτικές λέσχες.6. συνομολογώ: Το Ισραήλ έκλεισε ειρήνη με τους Άραβες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.